βρισίδι Συνώνυμα


Βρισίδι Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ξέσπασμα, τσιμεντοκονία, φιλιππικός, διαφωνία, καταγγελία, δημηγορία, αγόρευση, ομιλία, διάλεξη, κατσάδα, επίπληξη, θρηνολογία.
βρισίδι Συνώνυμο συνδέσεις: ξέσπασμα, τσιμεντοκονία, διαφωνία, καταγγελία, αγόρευση, ομιλία, διάλεξη, επίπληξη, θρηνολογία,