βάλσαμο Συνώνυμα


Βάλσαμο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αλοιφή, μαλακτικό, άνεση, ανώδυνη, πανάκεια, καταπράυνση, ηρεμιστικό, ναρκωτικό.
βάλσαμο Συνώνυμο συνδέσεις: αλοιφή, μαλακτικό, άνεση, ανώδυνη, πανάκεια, ναρκωτικό,

βάλσαμο Αντώνυμα