ναρκωτικό Συνώνυμα


Ναρκωτικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • υπνωτικών, υπνωτικό, ύπνος-προκαλώντας, somniferous, κατασταλτικά, οπιούχα, νυσταγμένος.
ναρκωτικό Συνώνυμο συνδέσεις: υπνωτικών, υπνωτικό, somniferous, νυσταγμένος,