αποσπασματική Συνώνυμα


Αποσπασματική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανώμαλος.
  • ελλιπής, ατελής, σπασμένα, μερική, κλασματική, κατάτμηση, διαχωρίζονται, αποσυνδεθεί, αποσπασματικά, τραχύ, ανώμαλο, με προβλήματα όρασης, ασταθής.
αποσπασματική Συνώνυμο συνδέσεις: ανώμαλος, σπασμένα, μερική, κατάτμηση, αποσυνδεθεί, αποσπασματικά, ανώμαλο, ασταθής,

αποσπασματική Αντώνυμα