κατάτμηση Συνώνυμα


Κατάτμηση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διαίρεση, διαμέρισμα, κατακερματισμό, υποδιαίρεση, διαχωρισμός, τεμαχισμό, κοπή, ολίσθηση, διάσπαση, άρθρωση, κατανομή, διαχωρισμού, ανατομή.
κατάτμηση Συνώνυμο συνδέσεις: διαίρεση, τεμαχισμό, κοπή, διάσπαση, άρθρωση, κατανομή, διαχωρισμού,

κατάτμηση Αντώνυμα