απολυταρχία Συνώνυμα


Απολυταρχία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • απολυταρχία.
  • αυταρχισμό, δικτατορία, απολυταρχία, autarchy, δεσποτισμό, τυραννία, ολοκληρωτισμού, hitlerism, σταλινισμού, τσαρισμού, caesarism, bonapartism.
απολυταρχία Συνώνυμο συνδέσεις: απολυταρχία, απολυταρχία, δεσποτισμό, τυραννία,