αποβολή Συνώνυμα


Αποβολή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • άμβλωση, θνησιγένειας, πρόωρου τοκετού.
  • αποτυχία, φιάσκο, slipup, ήττα, απογοήτευση, δεσποινίς, σφάλμα, κατάρρευση, ατύχημα.
αποβολή Συνώνυμο συνδέσεις: αποτυχία, φιάσκο, slipup, ήττα, απογοήτευση, σφάλμα, κατάρρευση,

αποβολή Αντώνυμα