σφάλμα Συνώνυμα


Σφάλμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αδικία, wrongheadedness, fallaciousness, erroneousness, καταδεικνύει εναργώς την αστοχία.
  • ελάττωμα, ατέλεια, παράπτωμα, κατά συνθήκη αδίκημα, κηλίδα, αδυναμία, foible, σφάλμα, εμπλοκή, δυσλειτουργία, αναπηρία.
  • ευθύνη, ενοχή, ενοχής, σφάλμα, ακυρώνονται.
  • λάθος, ανακρίβεια, αυταπάτη, γκάφα, πλάνη, ψέμα, εποπτεία, τυπογραφικό λάθος, λάθος υπολογισμός, παρεξήγηση, σολοικισμός, booboo.
  • σφάλμα, αμαρτία, παράβαση, ατασθαλίες, παράπτωμα, αντιπρόεδρος, αδυναμία, αδίκημα, παραπάτημα, παραβατικότητα, ελάττωμα.

Σφάλμα Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • κατηγορούν, επικρίνουν, κατακρίνω, κατηγορώ, καταπολεμώ, παίρνουν στο στόχο, μομφής.
σφάλμα Συνώνυμο συνδέσεις: αδικία, wrongheadedness, ελάττωμα, παράπτωμα, κατά συνθήκη αδίκημα, κηλίδα, αδυναμία, foible, σφάλμα, εμπλοκή, δυσλειτουργία, ενοχή, ενοχής, σφάλμα, λάθος, ανακρίβεια, αυταπάτη, γκάφα, πλάνη, ψέμα, τυπογραφικό λάθος, παρεξήγηση, σολοικισμός, booboo, σφάλμα, αμαρτία, παράβαση, παράπτωμα, αντιπρόεδρος, αδυναμία, αδίκημα, παραπάτημα, ελάττωμα, κατηγορούν, επικρίνουν, κατακρίνω, καταπολεμώ,