αποβάθρα Συνώνυμα


Αποβάθρα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • wharf, αποβάθρα, προβλήτα, προσγείωση, ανάχωμα, λιμενοβραχιόνων, τυφλοπόντικας, τράπεζα.
  • προβλήτα, αποβάθρα, προσγείωση, μαρίνα, αγκυροβόλιο, λιμάνι, ελλιμενισμού.
  • προβλήτα, προσγείωση, αποβάθρα, μαρίνα.
αποβάθρα Συνώνυμο συνδέσεις: αποβάθρα, προβλήτα, ανάχωμα, τράπεζα, προβλήτα, αποβάθρα, αγκυροβόλιο, λιμάνι, προβλήτα, αποβάθρα,