ακούραστη Συνώνυμα


Ακούραστη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ακούραστη, όρθιος, ενεργητικός, ενεργό, εργατικός, ανεξάντλητη, ακούραστος, με μεγάλη αντοχή, υπομένοντας, σκληρή, untired, έντονη.
  • ακούραστη.
ακούραστη Συνώνυμο συνδέσεις: ακούραστη, όρθιος, ενεργητικός, ενεργό, εργατικός, ανεξάντλητη, ακούραστος, με μεγάλη αντοχή, σκληρή, έντονη, ακούραστη,

ακούραστη Αντώνυμα