Τροχίζω Συνώνυμα


Τροχίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ακονίσετε, ακονίστε, τρόχισμα, αρχείο, άκρη, ακονίζω διακοπή.
  • διεγείρει, τόνωση, διεγείρουν, εντείνουν, ακονίστε, ανακατεύετε, εντολών, προκαλούν, πικάρω, επιταχύνετε, αφυπνίσει, παρακινήσει, αναζωπύρωση.
Τροχίζω Συνώνυμο συνδέσεις: ακονίστε, αρχείο, άκρη, διεγείρει, τόνωση, διεγείρουν, ακονίστε, ανακατεύετε, προκαλούν, επιταχύνετε, παρακινήσει, αναζωπύρωση,

Τροχίζω Αντώνυμα