τοπικιστικά Αντώνυμα


Τοπικιστικά Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • κοσμοπολίτικο, ευρύ-minded, σοφιστικέ, ευρεία, καθολική, διορατική, farseeing.

τοπικιστικά Συνώνυμα