προεξοχή Αντώνυμα


Προεξοχή Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • ασήμαντη, ασήμαντο, μικρά, άσημος.
  • εσοχή, χωνευτό, βυθισμένη, κατάθλιψη, λακκάκι.

Προεξοχή Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κοίλο, κοιλότητα, τρύπα, λακκάκι.

προεξοχή Συνώνυμα