κακολόγησα Αντώνυμα


Κακολόγησα Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • έπαινος, φιλοφρονήσεις, έγκριση, φιλικότητα, πίστη.

κακολόγησα Συνώνυμα