κακολόγησα Συνώνυμα


Κακολόγησα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • συκοφαντία, κουτσομπολιό, κακία, μειωτικό, cattiness, κατάχρηση, καταγγελία, δυσφήμιση, συκοφαντίες, υποτίμηση, παρέκκλιση, bitchiness, badmouthing.
κακολόγησα Συνώνυμο συνδέσεις: συκοφαντία, κακία, καταγγελία, δυσφήμιση, συκοφαντίες,

κακολόγησα Αντώνυμα