βέτο Αντώνυμα


Βέτο Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • έγκριση, υποστήριξη, συναίνεση, άδεια, επικύρωση.

Βέτο Αντώνυμα Ρήμα μορφή

  • εγκρίνει, συναίνεση, διατηρήσει, υποστήριξη, επικυρώσει.

βέτο Συνώνυμα