Countrified Συνώνυμα


Countrified Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αγροτικές, ρουστίκ, αγροτική, βουκολικό, ποιμαντική, γεωργική, επαρχιακό, δασικό, αρκαδική.
Countrified Συνώνυμο συνδέσεις: αγροτική, ποιμαντική, επαρχιακό,

Countrified Αντώνυμα