ψιθυρίζω Συνώνυμα


Ψιθυρίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • διαμαρτύρονται, γκρινιάζουν, πέρδικα, grouch, αποδοκιμάζουν, gripe, κυπρίνος, αποδοκιμάζουμε, δυσανασχετούν, επικρίνουν.
  • μαμπλ, γκρινιάζω, ψεκάστε, γρύλισμα, ψίθυρος, φύσημα, βουίζει.
ψιθυρίζω Συνώνυμο συνδέσεις: διαμαρτύρονται, γκρινιάζουν, αποδοκιμάζουν, gripe, κυπρίνος, επικρίνουν, μαμπλ, γκρινιάζω, ψεκάστε, ψίθυρος, φύσημα, βουίζει,