χυδαίος Συνώνυμα


Χυδαίος Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • χωριάτης, βάρβαρος, showoff, άγριοι, redneck, αγροίκος, νεόπλουτος, σκαιός, arriviste, κοινωνική ορειβάτης, parvenu, νεόπλουτοι, αντιτριβικό.
χυδαίος Συνώνυμο συνδέσεις: χωριάτης, βάρβαρος, showoff, άγριοι, αγροίκος, νεόπλουτος, σκαιός, arriviste, parvenu,