φυλακίζω Συνώνυμα


Φυλακίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • φυλακή, φυλακίζουν, immure, παρακρατεί κλειδώσει, διαπράττουν, περιορίζουν, συγκράτηση, διατηρούν, κρατούν, κρατήστε, διατηρεί.
φυλακίζω Συνώνυμο συνδέσεις: φυλακή, φυλακίζουν, immure, διαπράττουν, συγκράτηση, κρατήστε,