φρενίτιδα Συνώνυμα


Φρενίτιδα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διέγερση, ενθουσιασμό, μανία, μεταφορών, παραλήρημα, πάθος, οργή, διαταραχή, τρέλα.
φρενίτιδα Συνώνυμο συνδέσεις: διέγερση, μανία, παραλήρημα, πάθος, οργή, διαταραχή, τρέλα,

φρενίτιδα Αντώνυμα