φεύγω Συνώνυμα


Φεύγω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • μειώνει, ξεθωριάζει, φθίνει, διαλύσει, υποχωρήσουν, χαλαρώσει, εξαφανίζονται, peter, υποχωρούν, παρασύρονται, παρακμή, άμπωτη.
φεύγω Συνώνυμο συνδέσεις: ξεθωριάζει, φθίνει, διαλύσει, χαλαρώσει, εξαφανίζονται, υποχωρούν, παρασύρονται, παρακμή, άμπωτη,

φεύγω Αντώνυμα