τσουρουφλίζω Συνώνυμα


Τσουρουφλίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • εγκαύματα, καίω κάψει, χαρ, μάρκα, τοστ, σχάρα, ξηραίνομαι, καυτηριάζω.
τσουρουφλίζω Συνώνυμο συνδέσεις: εγκαύματα, μάρκα, τοστ, σχάρα,