τσιράκι Συνώνυμα


Τσιράκι Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • υποτακτικός, πρωτοπαλίκαρο, myrmidon, εξαρτώνται από την, hanger-on, flunky, συνοδός, αγαπημένο, παράσιτο, ναι άνθρωπος, μήλο λουστραδόρος.
τσιράκι Συνώνυμο συνδέσεις: υποτακτικός, hanger-on, flunky, συνοδός, παράσιτο,