τσαπατσούλης Συνώνυμα


Τσαπατσούλης Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ακατάστατο, ακατάστατος, απρόσεκτος, frowzy, κακοενδεδυμένος, κολλώδης, smeary, βρώμικο.
  • κακοφτιαγμένος, υποβαθμισμένο, απρόσεκτος, φτωχούς, άδηλο, εδά, αμέλεια, κάτω του μετρίου.
  • λασπωμένος, θολός, υγρά, διάσπαρτα, χόρτα, πλαδαρός, λυματολάσπης, χυμώδης.
τσαπατσούλης Συνώνυμο συνδέσεις: ακατάστατος, απρόσεκτος, frowzy, κακοενδεδυμένος, κολλώδης, βρώμικο, απρόσεκτος, άδηλο, αμέλεια, θολός, πλαδαρός, χυμώδης,

τσαπατσούλης Αντώνυμα