συνθλίψει Συνώνυμα
Συνθλίψει Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- χάρμα.
Συνθλίψει Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- καταστροφή, κατάρρευση, αποσύνθεση, πτώση, κατεδάφιση, θραύση, εξαφάνιση, εξάλειψη, τον όλεθρο, φινίρισμα.
Συνθλίψει Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- απεργία, bash, ρόπαλο, παλαβό, έκρηξη, κατραπακιά, σκαμπίλι, χτύπησε.
- θρυμματισμός, σκλήθρα, συντριβή, παύλα, ρίψιμο, σπάσει, κτύπημα, εξατμίσουν.
- ισοπεδώνω, φλερτ, σκουός, πολτοποίηση, λίβρα, συμπίεση, πέλματος, σφραγίδα, επίπεδο.
- καταστρέψει, ναυάγιο, ανατροπή, ισοπεδώνω, κατεδαφίσει, θέσει τα απόβλητα.