σοκολατάκι Συνώνυμα


Σοκολατάκι Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • γλυκιά, καραμέλα, εκλεκτός μεζές, sweetmeat, τη, ζαχαρωτό, ζαχαροπλαστικής, φίνο, λιχουδιά.
σοκολατάκι Συνώνυμο συνδέσεις: καραμέλα, εκλεκτός μεζές, τη, φίνο,