σκανταλιάρης Συνώνυμα


Σκανταλιάρης Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άτακτος, παιχνιδιάρικο, σπορ, ντροπαλός, ευτράπελες, αστείος, αψίδα, διαβολικός, prankish, gamesome.
σκανταλιάρης Συνώνυμο συνδέσεις: άτακτος, παιχνιδιάρικο, σπορ, ντροπαλός, ευτράπελες, αστείος, αψίδα, διαβολικός, prankish, gamesome,

σκανταλιάρης Αντώνυμα