ρούσε Συνώνυμα


Ρούσε Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • τέχνασμα, στρατήγημα, τεχνάσματα, συσκευή, dodge, καθεστώς, shift, εξαπάτηση, στρεψοδικία, ανεντιμότητα, απάτη, flimflam.
ρούσε Συνώνυμο συνδέσεις: τέχνασμα, στρατήγημα, τεχνάσματα, συσκευή, dodge, εξαπάτηση, στρεψοδικία, απάτη,