προικισμένος Συνώνυμα


Προικισμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ταλαντούχος, έξυπνος, προικισμένο, καλά προικισμένο, ικανή, σε θέση, αριστοτεχνικά, ειδικευμένους, έμπειρος, ανώτερη, ολοκληρωμένος.
προικισμένος Συνώνυμο συνδέσεις: έξυπνος, ικανή, σε θέση, αριστοτεχνικά,