πριονωτά Συνώνυμα


Πριονωτά Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • οδοντωτός, οδοντωτές εγκοπές, οδοντωτά, crenulate, πελεκημένη, σκόραρε, χαρακωμένο.
πριονωτά Συνώνυμο συνδέσεις: