πολυφωνία Συνώνυμα


Πολυφωνία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • numerousness, η πολλαπλότητα, η ποικιλομορφία, η ποικιλία.
  • πλειοψηφία, υπεροχή, χύμα, μάζα, πλήθος, πλεόνασμα, περισσότερα.
πολυφωνία Συνώνυμο συνδέσεις: υπεροχή, χύμα, πλήθος, περισσότερα,

πολυφωνία Αντώνυμα