πληθυντικός Συνώνυμα


Πληθυντικός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • πολλαπλές, πολλά, πολλαπλή, multiplex, πολυπληθής, δύτες.
πληθυντικός Συνώνυμο συνδέσεις: πολλαπλές, πολλαπλή, πολυπληθής, δύτες,

πληθυντικός Αντώνυμα