πλαγιάζω Συνώνυμα


Πλαγιάζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ξαπλώστε, βρίσκονται πίσω, loll, κατάκλιση, σαλόνι, τέντωμα, υπόλοιπο, ανάπαυση, καναπέ, κλίση, άπαχο.
πλαγιάζω Συνώνυμο συνδέσεις: loll, σαλόνι, τέντωμα, υπόλοιπο, ανάπαυση, καναπέ, κλίση, άπαχο,

πλαγιάζω Αντώνυμα