περιφερική Συνώνυμα


Περιφερική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άπω, εξωτερικές, επιφανειακή, εξόχως απόκεντρες, εξωτερικό.
  • οριακό, εφάπτεται, τυχαίες, έμμεσες, δευτεροβάθμια, ασήμαντος, οριακά, εξωτερικά, γύρω.
περιφερική Συνώνυμο συνδέσεις: εξωτερικό, εφάπτεται, έμμεσες, ασήμαντος, εξωτερικά,

περιφερική Αντώνυμα