περιττό Συνώνυμα


Περιττό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άχρηστο, αχρείαστα, περιττά, περιττή, υπερβολική, επουσιώδης, ασήμαντος, άσκοπες, επαναλήψεις.
περιττό Συνώνυμο συνδέσεις: αχρείαστα, περιττή, ασήμαντος, άσκοπες, επαναλήψεις,

περιττό Αντώνυμα