πεπρωμένο Συνώνυμα


Πεπρωμένο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • τύχη, πολλά, αναπόφευκτο, μερίδα, πρόνοια, doom, αστέρι, κάρμα, κισμέτ.
πεπρωμένο Συνώνυμο συνδέσεις: τύχη, αστέρι,