πεπερασμένο Συνώνυμα


Πεπερασμένο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • περιορίζεται, οριοθετείται, χρονική, αριθμημένες, μετρημένη, μετρήσιμα, περιορισμένο, δέσμια, σταθερό, μερική, terminable, προσωρινή, φευγαλέα, παροδική, εφήμερες.
πεπερασμένο Συνώνυμο συνδέσεις: χρονική, δέσμια, σταθερό, μερική, φευγαλέα,

πεπερασμένο Αντώνυμα