πασάλειμμα Συνώνυμα


Πασάλειμμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διαβροχής, smatter, ίχνος, αρασέ, απόσπασμα, θραύσματα, rudiment, χωματίδα.
πασάλειμμα Συνώνυμο συνδέσεις: smatter, ίχνος, αρασέ, απόσπασμα, θραύσματα, χωματίδα,

πασάλειμμα Αντώνυμα