παράγωγο Συνώνυμα


Παράγωγο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • unoriginal, παράγωγα, μιμητικός, επιφανειακή, δευτεροβάθμια, αντιγραφεί, uninventive, εκλεκτικό, κοινότοπο, μεταχειρισμένα, λογοκλοπικός, παλιό καπέλο.
παράγωγο Συνώνυμο συνδέσεις: μιμητικός, κοινότοπο, μεταχειρισμένα,

παράγωγο Αντώνυμα