πανωλεθρία Συνώνυμα


Πανωλεθρία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καταστροφή, κατάρρευση, πτώση, ανατροπή, πτώχευση, κατακλυσμό, διάλυση, τον όλεθρο, συντριβή, ναυάγιο.
πανωλεθρία Συνώνυμο συνδέσεις: καταστροφή, κατάρρευση, πτώση, ανατροπή, πτώχευση, διάλυση, τον όλεθρο, συντριβή, ναυάγιο,