πανικόβλητος Συνώνυμα


Πανικόβλητος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • πανικόβλητοι, ανησυχεί, unnerved, έκπληκτος, σοκαρισμένος, τρομοκρατημένος, φοβισμένος, φοβισμένοι, απογοητευμένη, κατάπληκτοι, stupefied, ακινητοποιημένο, άφωνος.
πανικόβλητος Συνώνυμο συνδέσεις: πανικόβλητοι, φοβισμένος, φοβισμένοι, κατάπληκτοι, stupefied,

πανικόβλητος Αντώνυμα