παγόμορφο Συνώνυμα


Παγόμορφο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εχθρική, εχθρικό, inimical, κοπής, υπεροπτική, ψύξη, παγωμένη.
  • κρύα, ψυχρή, παγωμένη, ψύξη, κατεψυγμένα, χειμερινό, καταψυχρός, πάγωσε.
παγόμορφο Συνώνυμο συνδέσεις: εχθρική, inimical, υπεροπτική, παγωμένη, ψυχρή, παγωμένη, κατεψυγμένα, καταψυχρός,

παγόμορφο Αντώνυμα