πέσει μέσα Συνώνυμα


Πέσει Μέσα Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αποτύχει, κατάρρευση, fizzle, διαλείψεων, ματαίωση, εξατμίζεται, ατονούν βαθμιαία.
πέσει μέσα Συνώνυμο συνδέσεις: κατάρρευση, fizzle, διαλείψεων, ματαίωση,

πέσει μέσα Αντώνυμα