ορείχαλκο Συνώνυμα


Ορείχαλκο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μάγουλο, χοληδόχου, νεύρο, αναίδεια, αγένεια, θράσος, αυθάδεια, τεκμήριο, αλαζονεία.
ορείχαλκο Συνώνυμο συνδέσεις: μάγουλο, χοληδόχου, αγένεια, θράσος, αυθάδεια, αλαζονεία,