ξέφτισμα Συνώνυμα


Ξέφτισμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • φασαρία, φιλονικία, αγώνα, παύση, μάχη, σειρά, διαμάχη, αναταραχή, σαματάς, διαταραχή, σώμα με σώμα, συμπλοκή, αψιμαχία, πόλεμος, βουίζει.

Ξέφτισμα Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ραβέλ, φθείρονται, φθορά λεπτό, rip, κουρέλι, frazzle, κομματάκι, εκτρίβουν, διαλυθεί, έρθουν χώρια.
ξέφτισμα Συνώνυμο συνδέσεις: φασαρία, φιλονικία, αγώνα, παύση, μάχη, σειρά, διαμάχη, αναταραχή, σαματάς, διαταραχή, σώμα με σώμα, συμπλοκή, αψιμαχία, βουίζει, ραβέλ, rip, κουρέλι, κομματάκι, εκτρίβουν,

ξέφτισμα Αντώνυμα