ντύσει Συνώνυμα


Ντύσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • φόρεμα, ενδυμασία, ένδυμα, καλύπτει, πίνακας, μανδύα, bedeck, γεφυρών, drape, ἐνεδύσατο, don, κοστούμι, αξιοποιήσει, στολή, κοσμούν, εξέδρας από, στολίζομαι, ρόμπα.
ντύσει Συνώνυμο συνδέσεις: φόρεμα, ενδυμασία, ένδυμα, μανδύα, bedeck, κοστούμι, αξιοποιήσει, στολή, κοσμούν, ρόμπα,

ντύσει Αντώνυμα