νάρκη Συνώνυμα


Νάρκη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανενεργό, αχρησιμοποίητη, στέκεται, ακίνητος, άνεργοι, εκτός λειτουργίας, να απεμπλακεί, ανασταλεί, δυναμικό.
  • ήσυχη, ακίνητος, αδρανή, στατικά, παθητική, λανθάνουσα, ανασταλεί, αγνοεί, ασυνείδητο, σε κωματώδη κατάσταση, κοιμωμένης, κοιμάται.
νάρκη Συνώνυμο συνδέσεις: ανενεργό, ακίνητος, άνεργοι, εκτός λειτουργίας, ακίνητος, αδρανή, παθητική, λανθάνουσα, αγνοεί, ασυνείδητο,

νάρκη Αντώνυμα