μοναστικό Συνώνυμα


Μοναστικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ασκητική, εγκρατής, μοναχικός, αποσύρονται, cloistered, μοναχική, hermitic, με αυταπάρνηση, αυτοπειθαρχία, αφιερωμένο, λιτό, απόκοσμος, αντικοινωνική, άγαμος.
μοναστικό Συνώνυμο συνδέσεις: εγκρατής, μοναχικός, cloistered, μοναχική, με αυταπάρνηση, αφιερωμένο, λιτό, απόκοσμος, αντικοινωνική, άγαμος,

μοναστικό Αντώνυμα