μεγαλόστομες Συνώνυμα


Μεγαλόστομες Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • οι πομπώδεις, παραφουσκωμένες, πομπώδης, πομπώδες, στραγγιστό, flamboyant, λυρικές, υπερβολικές, επηρεάζονται, επιτηδευμένες.
μεγαλόστομες Συνώνυμο συνδέσεις: οι πομπώδεις, παραφουσκωμένες, πομπώδης, πομπώδες,

μεγαλόστομες Αντώνυμα